ἐγχειρίζεται

ἐγχειρίζεται
ἐγχειρίζω
put into one's hands
pres ind mp 3rd sg
ἐγχειρίζω
put into one's hands
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικόγραφο — το έγγραφο που απευθύνεται στο δικαστήριο ή εγχειρίζεται σε διάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • προδιοικονομώ — έω, Α προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («χρὴ γὰρ οὗτως προδιοικονομεῑν ἑαυτὸν καὶ ἐθίζειν ἐν οἷς ἐγχειρίζεται», ΑΒ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διοικονομῶ «κανονίζω, διευθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • Σολζενίτσιν, Αλεξάντρ Ισάεβιτς — Ρώσος συγγραφέας (Κίσλοβοντσκ, Καύκασος 1918). Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο Πανεπιστήμιο του Ροστόβ και παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας με αλληλογραφία. Το 1939 μπαίνει στη σχολή πυροβολικού και μέχρι το 1945 μάχεται ως απλός στρατιώτης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”